Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

οι γερόντοι

Ένα ποίημα του Ρίτσου για τους γέροντες που έχουν ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους που δεν σηκώνει τ’ άδικο

Κάθε τόσο μας έρχονται καινούργιες καραβιές γερόντοι, από τον Μοριά, απ'τη Ρούμελη
και πιο πάνου από τα Τρίκαλα κι απ'τη Μακεδονία,
λιγνοί γερόντοι χοντροκόκαλοι, μ'άσπρα μουστάκια και φλοκάτες,
μυρίζουν σβουνιά και χωράφι.
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου,
στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων,
μιλάνε λίγο, δεν μιλάνε καθόλου.
Ωστόσο πότε-πότε το βλέπεις πούχουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια,
μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ΄'το χώμα και τηράνε πίσω απ'τους ώμους μας.
Οταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι,
Οταν ο ουρανός κατεβαίνει από τα βράχια δρασκελώντας τη  θύμηση με τις προκαδούρες  των άστρων
κι'ο θάνατος κόβει βόλτες αμείλικτος έξω από το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρεις-τρεις, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού.
Και τότες πια δεν ξέρεις έτσι συναγμένοιστον αυλόγυρο της βραδυάς αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους, αν είναι ν'ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν'ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Τούτοι οι γερόντοι δεν μιλάνε
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλωσύνη.
Ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη.
Κι'ενα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους, που δεν σηκώνει τ'άδικο.

Γιάννης Ρίτσος

(Ε.Α.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου